- αδίκιωτος
- αδίκιωτος, -η, -ο και αγδίκιωτος, -η, -οο σκοτωμένος του οποίου οι συγγενείς δεν εκδικήθηκαν το θάνατο: Η μάνα του συχνά του θύμιζε πως ο πατέρας του έμενε αδίκιωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.